- περιτράχηλος
- περιτράχηλοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιτράχηλος — ον, ΜΑ περιτραχήλιος* («περιτράχηλος ἅλυσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τράχηλος] … Dictionary of Greek
περιτράχηλα — περιτράχηλος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
περιτραχήλιος — ον, ΜΑ [περιτράχηλος] 1. ο γύρω από τον τράχηλο, αυτός που περιβάλλει τον τράχηλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιτραχήλιον περιδέραιο μσν. το ουδ. ως ουσ. το επιτραχήλιο, το πετραχήλι … Dictionary of Greek
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek